- σκανταγιάρω
- σκανταγιάρω και σκανταλιάρω (λ. ιταλ.), μετρώ το βάθος της θάλασσας ή εξετάζω το βυθό με σκαντάγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκανταλιάρω — και σκανταγιάρω Ν [σκαντάλιο / σκαντάγιο] μετρώ το βάθος τής θάλασσας ή διερευνώ τη διαμόρφωση τού βυθού της με το σκαντάλιο … Dictionary of Greek
βολίζω — ισα, ρίχνω βολίδα στη θάλασσα, για να μετρήσω το βάθος της, σκανταγιάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)